- υγραέριο
- butane
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
υγραέριο — Βλ. λ. αέριο. * * * το, Ν αέριο καύσιμο, αποτελούμενο κυρίως από προπάνιο ή βουτάνιο, που διατίθεται στο εμπόριο υγροποιημένο υπό πίεση σε ειδικές φιάλες τόσο για οικιακές όσο και για βιομηχανικές χρήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + αέριο] … Dictionary of Greek
υγραέριο — το καύσιμο αέριο υγροποιημένο, που βρίσκεται σε χαλύβδινες μπουκάλες με πίεση και χρησιμοποιείται για οικιακές ή βιομηχανικές χρήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καύσιμο — Υλικό που χρησιμοποιείται στους κινητήρες έκρηξης και στους κινητήρες ντίζελ. Τα κ. έχουν διαφορετικές ιδιότητες, ανάλογα με τον τύπο του κινητήρα για τον οποίο προορίζονται. Για τους κινητήρες έκρηξης έχει υιοθετηθεί ως υγρό κ. η βενζίνη. Τα κ.… … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
γκαζιέρα — η γκαζομηχανή, συσκευή που λειτουργεί με φωταέριο, υγραέριο, βενζίνη ή πετρέλαιο και χρησιμοποιείται για θέρμανση ή για μαγείρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gaziere] … Dictionary of Greek
θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ … Dictionary of Greek
κατάλυση — Φαινόμενο κατά το οποίο μικρή ποσότητα μιας ξένης ουσίας, η οποία καλείται καταλύτης, αυξάνει την ταχύτητα μιας χημικής αντίδρασης (θετική κ.) ή την ελαττώνει (αρνητική κ.). Οι καταλύτες δρουν σε ελάχιστες ποσότητες και δεν μετέχουν στην… … Dictionary of Greek
πυροφάνι — Ψάρεμα με βάρκα, στην πλώρη της οποίας προσαρμόζεται λάμπα για να προσελκύει τα αλιεύματα. * * * το, Ν (αλιευτ.) 1. σιδερένια σχάρα που εξέχει από την πλώρη αλιευτικού σκάφους και πάνω στην οποία είναι τοποθετημένη λάμπα μεγάλης ισχύος, που… … Dictionary of Greek
υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… … Dictionary of Greek